Σάββατο, Ιανουαρίου 22, 2022

Δέκα ποιήματα του Χρίστου Γεωργούση


                                                                                                     

Χρίστος Γεωργούσης                                     της   Αγγελικής   Καραπάνου                

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη και μελετητή Χρίστο Γεωργούση. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στην Πάρο, όπου ζει μέχρι και σήμερα. Σπούδασε Φυσική και Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές. Εργάστηκε ως καθηγητής Φυσικής και Χημείας στη δημόσια εκπαίδευση. Για δεκαέξι έτη υπήρξε διευθυντής του Γυμνασίου της Πάρου, απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Ασχολείται με τη λογοτεχνική γραφή και την έρευνα και αρθρογραφεί στον Κυκλαδικό τύπο. Για είκοσι χρόνια ήταν από τους βασικούς υπεύθυνους της Παριανής Γνώμης. Έχει εκδώσει τριάντα δύο βιβλία λογοτεχνίας και έρευνας. Εκφράζεται μέσα από τον ομοιοκατάληκτο στίχο, την ελεύθερη γραφή και την πεζοποίηση. Ο λόγος του είναι ζωντανός, πολύχρωμος, γλαφυρός, με ζωηρές εικόνες και εμπνευσμένα σχήματα. Την πένα του εμπνέει η ομορφιά της φύσης, η ιστορία, ο έρωτας, τα υπαρξιακά ερωτήματα, τα κακώς κείμενα της κοινωνικής πραγματικότητας. Θα απολαύσουμε δέκα μοναδικά ποιήματά του!

Το ορυχείο με το μαγγάνιο 

[Με μια ομάδα μικρών μαθητών ψάχνουμε στο εγκαταλειμ-
μένο ορυχείο μαγγανίου της Πάρου, ψηλά στο βουνό, για ορυ-
κτά και πετρώματα. Ανάμεσα στις πέτρες του μαγγάνιου αξιώ-
θηκε η συντροφιά να βρει κατακόκκινους κρύσταλλους γρανάτη.
Καλοκαίρι 1979].

Αυτόν τον κρύσταλλο του γρανάτη δεν ξέρω πια από πού
τον ανέσυρα. Από το ορυχείο της Πάρου με το μαγγάνιο, απ’ το
βυθό της ψυχής σου ή απ’ τα πετρώματα της καρδιάς μου. Ήταν
κατακόκκινος και θαυμάζοντάς τον ξεχάστηκα, έτσι που νόμισα
πως είχε πετρώσει το αίμα μου. Απολιθωμένη φωνή ηφαιστείου σε
ώρα απόγνωσης. Με παράσυρες με τα δάκρυά σου σε στοές ανεξερεύνητες.
Χάθηκα αναζητώντας διέξοδο. Τι γύρευα μέσα σου ο δυστυχής, τι ήθελα
στον κρατήρα του φωτός και κατάκαψα τα φτερά μου; Ίκαρος ασυλλόγιστος
γκρεμίστηκα στο πέλαγος. Με βρήκε ο καιρός μ’ έναν κρύσταλλο γρανάτη
στα τσακισμένα μου χέρια. Ανάβλεψα φωνάζοντας από χαρά και πόνο μαζί.
Ε, χώματα που με ματώσατε, τι απονιά ήταν αυτή και δε μ’ αφήσατε να
καρπίσω το άνθος μου, ε, μικρόψυχοι άνεμοι, στο πείσμα σας άνθισα
μόνος μου κρυφά ένα ορυκτό κατακόκκινο.

Άστριοι και άστρα 

Σού μάζεψα άστριους κι άστρα κι άλλο υλικό ποιημάτων.
Διάλεξα ήχους σιωπής να σχεδιάσω τραγούδι που να σ’ αξίζει.
Ασκήθηκα στην αυτάρκεια μη και σου πάρω αέρα ελευθερίας.

Να μυρίσω το χώμα σου 

Εύθραυστο σκιαδιοφόρο
να μυρίσω το χώμα σου
γεμάτο αρμυρίκια
γεμάτο άγριες βιολέτες
γεμάτο λάβα ακόμα ρευστή...

Άγρωστις ανεμόεσσα
Άσε το σταφύλι σου στον ήλιο
να κοκκινίσει τις ρώγες του
κι εραστή σκαραβαίο αχόρταγο
στη γλυκόζη του σύκου σου.

Άγνωστη πελαγίδα
λωτέ πορφυρέ και γήινε ήλιε μου
αδαπάνητη φλόγα μου
αξιώσου φτερούγες παραμυθιού
και ζήσε τη ζάλη του ύψους.

Σφονδυλόεσσα με το ρίγος στα πέταλα
ο χυμός και η οσμή σου
ανάτειλαν νοήματα νέα
μας φίλιωσαν με το χώμα
κι έφεραν συντρόφους αγγέλους.

Είναι που πέρασες δίπλα μας 

Στο ξωκλήσι της αγίας Ελπίδας
Αξιωθήκαμε κι αναβλέψαμε πάλι
Με ψαλμούς κι αναστάσιμους ύμνους
Και μυρωδιές μυρτιάς ακριβές
Μας ξαναπήραν οι μέρες με το μέρος τους.

Είναι που πέρασες δίπλα μας
Ως πρωτάκουστη μαγική μουσική
Ως χέρι που βάφει ξανά κατακόκκινο
Και ζεσταίνει το αίμα στις φλέβες μας
Ως χέρι που χτυπά καμπάνες γιορτής.

Είναι το χέρι σου που γυρίζει το μάγγανο
Και χαρίζει νερό ζωντανό και αθάνατο
Το αγγίζεις και παίρνει γεύση κρασιού
Στέφανο ανέμων στέφεται η ψυχή μας
Για ένα γάμο με ωσαννά και θαύματα.

Περπατούμε στα κύματα της θαλάσσης
Μεταμορφωμένοι για χάρη σου κι ανάλαφροι
Είναι που πέρασες δίπλα μας
Τα όσα μας πήραν και μας στέρησαν
Σκιρτούν μπροστά μας σκύμνοι ονείρων.

Μικρή πορτοκαλιά 

[Ο Ποιητής παρατηρεί τις πορτοκαλιές , που φύτεψε ο πατέρας του στον κήπο της ρεματιάς στις Λεύκες της Πάρου. Το χώμα το φτενό, η λειψυδρία κι ο άνεμος δεν αφήνουν να μεγαλώσουν τα πορτοκάλια. (Φθινόπωρο 1979)].

Μικρή πορτοκαλιά του ελάχιστου κήπου μου που βάσταξες
το βάρος των καρπών σου χωρίς διαμαρτυρίες για την ανυδρία
του έτους σου, μικρή πορτοκαλιά που άνθισες και κάρπισες
τόσα αρώματα και τόσα παράπονα, κάθε μικρόψυχος θα λοιδορούσε
τα μικρά πορτοκάλια σου.
Εγώ όμως που γνωρίζω το χώμα του περιβολιού μου γιατί
απ' αυτό ξεφύτρωσα και αυτό μ' ανάθρεψε, εγώ που ξέρω πώς
μεγάλωσες μέσα στις πέτρες διψώντας και τον άνεμο, εγώ που
καταλαβαίνω τι πείσμα χρειάστηκε να στεριώσεις τις ρίζες σου,
πόσος μόχθος να πρασινίσεις τα φύλλα σου, μικρή πορτοκαλιά
του περιβολιού μου, ηρωίδα κι επαναστάτρια, με πήραν τα δάκρυα
και δεν λιποψύχησα, δεν γύρεψα προφάσεις να δικαιολογήσω
το στενό της ψυχής μου, μόνο σ' ένιωσα πολύ αδελφούλα μου,
με το γάλα της βροχής και το ψωμί της λάσπης μαζί μου
μεγαλωμένη, μαζί μου δαρμένη στους ίδιους άτυχους καιρούς,
σε πόνεσα πολύ μικρούλα μου και φίλησα συγκινημένος τα φύλλα σου.

Και τώρα που σου γράφω μικρή πορτοκαλιά του περιβολιού μου,
κουρασμένη σαν τη μητέρα μου, θλιμμένη σαν τον πατέρα μου
που σε φύτεψε πλάι μου, κλαίω πάλι, γιατί τη μικροψυχία
δεν δύναμαι άλλο να τη βαστάξω, τον πόνο που έχω δεν δύναμαι
άλλο να τον βαστάξω και σε νοιώθω πολύ μικρή πορτοκαλιά,
αδελφούλα μου.

Ωδή στην Αργυρώ

Λέω αλάτι, Αλυκή και αλμυρό
και η γεύση μου θυμίζει Αργυρώ.
Αέρας, όνειρο και Αγκαιριά
και θάλασσα που σμίγει τη στεριά.

Λέω θάρρος, όστρακο, νερό
και βγαίνει εμπρός η Αργυρώ.
Λέω γλάρος, γλεύκος και γλαυκός
κι ο κόσμος γίνεται γλυκός.

Στη θάλασσα ψαρεύω στίχους
κολυμπώ και σου διαλέγω ήχους
και σε βαφτίζω Αργυρώ
χαρίζοντάς σου δύο ρω.

Το πρώτο ρω του Έρωτα
και τ' άλλο ρω για το νερό.
Το ένα ρω για τ' αφανέρωτα
και τ' άλλο ρω το φανερό.

(Η Αργυρώ είναι μαθήτρια του ποιητή, από την Αγκαιριά της Πάρου, όταν γράφεται η ωδή. Η Αλυκή είναι το επίνειο της Αγκαιριάς, παλιό και ταπεινό ψαροχώρι με αλυκές αλατιού, τουριστική περιοχή σήμερα. Το ποίημα μελοποιήθηκε αρχικά από μαθητή του ποιητή, το Δημήτρη Ευστρατίου Μουρλά και αργότερα από το Νίκο Σαρρή, και παρουσιάστηκε από τη χορωδία του "Αρχίλοχου").

Μαζεύω μανουσάκια

Μαζεύω μανουσάκια και λέω φωναχτά το μικρό σου όνομα.
Ατενίζω το χειμωνιάτικο ήλιο
και λάμπει στο νου μου το δικό σου χαμόγελο.
Ανθίζει η ψυχή μου
κι ευωδιάζουν από σένα τα σπλάγχνα μου.
Γαληνεύει το πέλαγος και σε νανουρίζω στη μνήμη μου.
Φουρτουνιάζει το πνεύμα μου
ηλιοτρόπιο στραμμένο στο φως σου.

Και συ έχεις γίνει φλέβα νερού μυστική,
έχεις γίνει απόβροχο.
Έγινες χρώμα του δειλινού, αστέρι πρώτου μεγέθους,
πεταλίδα απολιθωμένη σ' απόμακρο βράχο.

Και η ψυχή μου αστερίας ριγμένος στην άμμο ανάσκελα.

Να προσεύχεσαι

Να προσεύχεσαι
Για κείνους που άνθισαν ένα άστρο εντός σου
θυσιάζοντας λάμψη απ' το φως τους.
Για κείνους που λειτούργησαν ένα ηφαίστειο μέσα σου
χάνοντας δύναμη απ' το δικό τους σεισμό.
Για κείνους που έσβησαν ένα χαμόγελο στην ψυχή σου
αφαιρώντας ομορφιά απ' τη γαλήνη τους.

Μήπως ανοίξουν τα σύνορα 

Αλλά «γιατί θα πρέπει//να μιλάμε;//Στη σιγή βρίσκονται/
/οι ήχοι//οι πιο απαλοί//οι πιο βαθιοί//οι πιο ανταριασμένοι»
(Χρηστίνα Γεωργιάδου).

Να ξαναδώσουμε νόημα ζωής στην ποίηση. Επειδή πέφτουν
αστέρια και δεν προλαβαίνουμε τις ευχές. Επειδή καραδοκεί
ένας δράκος φόβος και πρέπει να τον εξορκίσουμε. Επειδή το
φως είναι ανελέητο, αλλά καμιά φορά και η πίκρα. Επειδή πολλές
αγάπες είναι αμεταχείριστες, πολλές χαρές αδοκίμαστες και οι
άνθρωποι αναζητούν πάντα φως ελπίδας και ομορφιά δικαιοσύνης.
Αλλά γιατί θα πρέπει να μιλάμε; Είναι, βλέπεις, που η ποίηση
ανθίζει και πέρα απ’ τις συμβάσεις των λόγων και πέρα απ’ όσα
μπορεί να γραφτούν, έτσι που μια άλλη γλώσσα, μια άλλη τάξη των
λέξεων να είναι ταυτόχρονα σιωπή, άρνηση της πλήξης της τρέχουσας
γλώσσας και ανάσταση της μουσικής. Να αφήσουμε τη σιωπή να μιλήσει
γυμνάζοντας τ’ αυτιά μας σε ήχους αθέριστους, μήπως ανοίξουν τα
σύνορα και βρει τρόπο να περάσει νέα ανέλπιστη ελευθερία κι έτσι
συνεννοηθούμε καλύτερα.

Και ο ποιητής πού;

Αναζητούμε τον ποιητή στα οινομαγειρεία ως Παπαδιαμάντη,
στις εξορίες ως Βάρναλη, στα εκτελεστικά αποσπάσματα ως Λόρκα,
στους πολέμους ως Μαβίλη,και Σαραντάρη, στο κατάστρωμα του βαποριού
ως Καββαδία, στη φυλακή ως Ναζίμ Χικμέτ και Ρίτσο. Αυτός είναι που τα
πανθ’ ορά ως Μπόρχες, ως Τειρεσίας. Εκεί που βασιλεύουν αγωνία και φόβος,
οι τυφλοί βλέπουν καθαρότερα. Αν σου μίλησα για ποιητές, είναι γιατί καθένας
σκάβει στο δικό του ορυχείο για κρυμμένα μέταλλα λέξεων. Καθένας με τις δικές
του χίμαιρες αθροίζει τις μέρες του και προσευχές ξεχωριστές απευθύνει στα άστρα
που πέφτουν. Κάθε στίχος και άλλος αλλόκοτος τρόπος να κοιτάς τα ερείπια,
να σκαλίζεις τις στάχτες, να ξορκίζεις το φόβο με χρησμούς μαγικούς και να φεύγεις.
Αν σου μίλησα για ποιητές, είναι γιατί κάθε ένας ανοίγει δικό του μικρό παραθύρι
στο αθέατο σύμπαν. Κάθε ένας ρίχνει σπόρο στην έρημο και βλασταίνουν οάσεις, ανοίγει
πηγάδι και βγαίνει νερό που πάει στη θάλασσα και γίνεται κύμα και φλοίσβος με λέξεις
χοχλίδια και κοχύλια που λάμπουν. Άναψα κερί στον Κάλβο για σένα, προσευχήθηκα
στον Καβάφη, ικέτευσα το Σεφέρη, δεήθηκα στο Ρίτσο, ζήτησα παρηγοριά στον Ελύτη.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Χρίστος Γεωργούσης γεννήθηκε στις Λεύκες Πάρου το 1945, σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο ΕΛΚΕΠΑ. Δίδαξε Φυσική και Χημεία στα σχολεία της Μυκόνου, της Άνδρου και της Πάρου. Ανέλαβε τη διεύθυνση του Γυμνασίου της Πάρου από το 1992 μέχρι το 2008 που αποχώρησε και συνταξιοδοτήθηκε. Ασχολείται με τo γράψιμο, αρθρογραφεί στον Κυκλαδικό τύπο από το 1964, επί 20 χρόνια ήταν απ’ τους βασικούς υπεύθυνους της «Παριανής Γνώμης», εφημερίδας που «έζησε από το 1975 ως το 1995.
Έργα του που έγιναν βιβλίο και κυκλοφόρησαν είναι:

1) Το ημερολόγιο ενός απλού ανθρώπου (Λογοτεχνία 1972).
2) Η Πόλη (Λογοτεχνία 1973).
3) Ελεγείο για το Πολυτεχνείο (Λογοτεχνία 1974).
4) Σχέδιο για ένα Μυθιστόρημα (Λογοτεχνία, Σύγχρονη Εποχή, 1983).
5) Κρύσταλλοι Κυκλαδικοί, (Λογοτεχνία, Gutenberg 1983).
6) Ιστορία της Πάρου-Αντιπάρου, (Ιστορία, Έκδοση Δήμου Πάρου 1989).
7) Η Αγωνία των Κυκλάδων (Έρευνα, Έκδοση Τάσου Κοντόσταυλου, 1990.
8) Ατρακτυλίδες της Πάρου, (Λογοτεχνία, Έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου «Αρχίλοχος» Πάρου, 1991.
9) Θαλασσινές Σκέψεις, (Έκδοση Τάσου Κοντόσταυλου, 1992).
10) Κυκλάδες, Πέτρες, Ποίηση, Πολιτισμός (Ιστορία-έρευνα, Έκδόσεις Φιλιππότη, 1996).
11) Κυκλάδες: Πουλιά, Ποίηση, Πολιτισμός (Ιστορία-έρευνα, Εκδόσεις Φιλιππότη 1996).
12) Η Χλωρίδα της Πάρου και των Κυκλάδων (Μελέτη, Έκδοση του ΥΠΕΧΩΔΕ, 1996).
13) Κυκλάδες: Πάρος-Αντίπαρος (Ιστορία, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1997.
14) Κυκλάδες: Γαϊδουράγκαθα, Ποιήματα και Φίδια, Ιστορία-έρευνα, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1998.
15) Το Σύμπαν και οι Τρύπες του (Μελέτη, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1998).
16) Απ’ το φόβο στην εξέγερση των μαθητών (Λογοτεχνία, Έκδοση ΕΛΜΕ Πάρου-Αντιπάρου 2002).
17) Πάρος-Κυκλάδες: Με τ’ αυτιά δεκατέσσερα (Ιστορία-έρευνα, Εκδόσεις Φιλιππότη, 2003.
18) Ο Αρχίλοχος και η ιμερτή του Πάρος (Ιστορία, Έκδοση Δήμου Πάρου, 2004).
19) «Αρχίλοχος» και Πάρος, 30 χρόνια, (Ιστορία, Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου «Αρχίλοχος», 2005).
20) Τα κουάρκς, τα κβάντα, οι χορδές και ο θεός (Έρευνα, Εκδόσεις «Δίαυλος», 2006).
21) Άστριοι και Άστρα, (Λογοτεχνία, Εκδόσεις Φιλιππότη, 2006).
22) Ξεκλειδώνοντας την ποίηση (Λογοτεχνία, έρευνα, Εκδόσεις Bookstars/alex, 2008).
23) Σύμπαν και σωματίδια. Το Μικρό ερωτεύεται το Μεγάλο (Έρευνα, Εκδόσεις Bookstars/alex, 2009).
24) Δίψα Αγάπης (Λογοτεχνία,Έκδοση του συγγραφέα, 2009).
25) Φαντάσματα και γρίφοι του σύμπαντος (Έρευνα, Εκδόσεις Δίαυλος, 2010).
26) Αγάπη και νόημα της ζωής (Μελέτη, Εκδόσεις Έψιλον, 2010.
27) Εικόνες του κόσμου με τ’ αυτιά και τη μύτη (Έρευνα, μελέτη, Εκδόσεις Δίαυλος, 2010).
28) Η καινούρια δασκάλα και οι παλιές αγωνίες μας (Λογοτεχνία, Εκδόσεις Bookstars/alex, 2011).
29) Παριανοί Συγγραφείς 18ος-20ος αιώνας (Έρευνα, συνεργασία με την Κυριακή Ραγκούση-Κοντογιώργου,
Έκδοση
Ομοσπονδίας Παριανών Συλλόγων, 2011).
29) Ανεπίδοτα της αγάπης (Λογοτεχνία, Εκδόσεις Bookstars/alex, 2012).
30) Ζωή ατρύγητη (Λογοτεχνία, Εκδόσεις Bookstars/alex, 2013).
31) Περιμένουμε γράμμα σου (Λογοτεχνία, Εκδόσεις Bookstars/alex, 2014).
32) «Στιγμές της ζωής μου», (Λογοτεχνία) εκδόσεις Bookstars/alex, 2017).

 

                                                                                      πηγή ennepe-moussa.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου