Ένας νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση, αυτός για την αδειοδότηση των καναλιών, έχει μετατραπεί σε ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα το οποίο καλείται θεωρητικά να επιλύσει το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφασή του για την συνταγματικότητα ή όχι του νόμου.
Ας αφήσουμε στην άκρη τους λόγους που αυτό το πρόβλημα αποκτά τη διάσταση που αποκτά και τα συμφέροντα που συνωστίζονται γύρω και πέριξ της “νομιμότητας”, έτοιμα να μιλήσουν για αποτυχία της κυβέρνησης, ήττα του Τσίπρα ή ακόμη και Χούντα. Ζούμε σε μικρή χώρα και ξέρουμε γιατί η ΝΔ, μαζί με το σύνολο της αντιπολίτευσης, είναι έτοιμοι να κλάψουν, να φωνάξουν ακόμη και να υπερβούν τα όρια μόλις πονέσουν οι καναλάρχες. Ξέρουμε ακόμη πως τα κανάλια, οι καναλάρχες και όσοι σχετίζονται μαζί τους, ούτε με νομιμότητα λειτούργησαν, ούτε καν με αξιοπρέπεια που απαιτούσε ο ρόλος ενός διαμορφωτή της κοινής γνώμης. Παρήγαγαν ένα άθλιο καθεστώς στο οποίο ο πολιτισμός βαφόταν με ντεκαπάζ και η πολιτική πασαλειβόταν με όλα τα καλούδια της διαπλοκής. Να πάμε λοιπόν στην ουσία που εμπεριέχει και την επικινδυνότητα, όχι να νικηθεί η κυβέρνηση, αλλά να διαστρέψουμε τη Δημοκρατία.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδας οι τρεις εξουσίες, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική είναι διακριτές. Είναι μια αρχή που έχει τη βάση της στην Αρχαία Ελλάδα και διατυπώθηκε από τον Μοντεσκιέ και όχι από το Ρουσσώ όπως είπε στη Βουλή ο κάτοχος τριών πτυχίων Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η Βουλή των Ελλήνων νομοθετεί, η κυβέρνηση ασκεί την εκτελεστική εξουσία και οι δικαστές φροντίζουν ώστε να εφαρμόζονται οι κανόνες Δικαίου. Με βάση αυτή τη διάκριση των εξουσιών, αλλά και την απλή λογική που αναπτύσσει κάποιος ζώντας σε μια Δημοκρατία, οι δικαστές δεν ορίζουν τους νόμους λειτουργίας του κράτους, αλλά φροντίζουν για την εφαρμογή τους. Πολύ περισσότερο, δεν κυβερνούν τη χώρα.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει Συνταγματικό δικαστήριο. Έτσι κάθε ελληνικό δικαστήριο, μπορεί να αποφανθεί έμμεσα για τη Συνταγματικότητα του νόμου (ο έλεγχος συνταγματικότητας είναι όπως λέμε διάχυτος, κατασταλτικός και παρεμπίπτων) και ο δικαστής μπορεί να μην εφαρμόσει νόμο τον οποίο κρίνει αντισυνταγματικό.
Το ΣτΕ στην περίπτωση του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες, καλείται να αποφανθεί για τη Συνταγματικότητα. Ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο νόμος αποτελεί στοιχείο της πολιτικής σύγκρουσης, αλλά και τα συμφέροντα τα οποία διακυβεύονται, έχουν καταστήσει την κρίση του ΣτΕ ένα γενικότερο πολιτικό και όχι μόνο δικαστικό θέμα. Μοιραία λοιπόν, μια απόφαση του ΣτΕ για αντισυνταγματικότητα του νόμου, μετατρέπεται σε ήττα της κυβέρνησης και θεωρητικά σε μη εφαρμογή του νόμου. Αυτό όμως είναι ένας μεγάλος κίνδυνος. Γιατί ο δικαστής μπορεί να ξεφύγει από τον «δικαιοπλαστικό του ρόλο» και να μετατραπεί σε έναν πολιτικό αντίποδα ή τον κυβερνήτη της χώρας. Ο δικαστής ο οποίος δεν έχει ψηφιστεί από κανέναν, ούτε απολογείται σε αυτούς που τον ψήφισαν.
Αυτή η διογκωμένη «νομοπροσήλωση» και συνταγματολαγνεία, η οποία είναι εκ του πονηρού, (τα μεγαλύτερα νομικά εκτρώματα τα έχει κάνει ο συνταγματολόγος Βενιζέλος άλλωστε) παίρνει συγκεκριμένες μορφές, μπορεί να αναιρέσει το Σύνταγμα το οποίο θεωρητικά υπερασπίζεται.
Δεν μπορεί ο δικαστής να κυβερνά τη χώρα ή να νομοθετεί όσο γοητευτικό και αν είναι για τον ίδιο, επειδή οι καναλάρχες ή κάποια κόμματα πολύ επιθυμούν να αντιπολιτευτούν δια της λειτουργίας του. Καμιά κυβέρνηση δεν πρέπει να σταματήσει να κυβερνά, καμιά Βουλή να νομοθετεί , επειδή οι δικαστές έχουν μια ερμηνεία. Τότε να καταργήσουμε τις άλλες εξουσίες και να κυβερνηθούμε από δικαστές.
Η ευθύνη διακυβέρνησης ανήκει στις κυβερνήσεις και η ευθύνη αυτή δεν αναστέλλεται ούτε από τήβεννο, ούτε από κανάλια που κρύβονται κάτω από την τήβεννο. Επίσης οι πολιτικοί όπως και οι πολίτες, μπορούν να λένε την άποψή τους για όσα συμβαίνουν στη Δικαιοσύνη, χωρίς να φοβούνται πως κάποιος θα τους ενοχοποιήσει προκαταβολικά για παρέμβαση στη Δικαιοσύνη.
Ζούμε πρωτόγνωρες στιγμές, στις οποίες ο υπουργός που έκανε τον νόμο, ο ίδιος ο πρωθυπουργός που πήρε την πολιτική ευθύνη, να μην μπορούν να πουν την άποψή τους για το νόμο τους για να μην κατηγορηθούν για παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για πρωτοφανείς καταστάσεις, στις οποίες η Δικαιοσύνη καλείται να παίξει τον ρόλο ενός πολιορκητικού κριού ενάντια στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, με το πρόσχημα της νομοπροσήλωσης και της Συνταγματικότητας.
Νομίζω πως δεν χρειάζεται και να θυμίσω πόσες αποφάσεις του ΣτΕ πετάχτηκαν κατά καιρούς στο καλάθι των αχρήστων από αυτούς που σήμερα το καλούν να γίνει κυβερνήτης στη θέση των κυβερνώντων. Όχι, τις Δημοκρατίες δεν τις κυβερνούν δικαστές.
δημοσιεύτηκε στο koutipandoras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου